Οριζόντια Ιδιοκτησία. Κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα Κοινόκτητων και Κοινόχρηστων Μερών. Νομικός χαρακτήρας της συμφωνίας δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως σε κοινόκτητο - κοινόχρηστο.

Καταχώρηση 2020/01/29

    Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 3 § 1, 5 εδ. α’ , 7 § 1, 8 και 13 του ν. 3741/1929, “περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού νόμου αυτού, και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ’ όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα.

    Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 § 1 του ν. 3741/1929, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 § 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί.

    Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις.

    Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 επ. του ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (Ολ.ΑΠ 23/2000).    

    Ειδικότερα, επί οριζοντίου ιδιοκτησίας, η κυρία είσοδος της οικοδομής, η αυλή, οι πρωτότοιχοι, τα θεμέλια, (οι κλίμακες ανόδου προς το δώμα και το ηλιακό δώμα (ταράτσα), εξομοιούμενο με τη στέγη της οικοδομής), αποτελούν αντικείμενο αναγκαίας συγκυριότητας και κοινόχρηστα πράγματα για όλους τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων, καθένας από τους οποίους δικαιούται να ποιείται απόλυτη χρήση, εκτός εάν με συμφωνία που τον δεσμεύει, αποκλείστηκε από το δικαίωμα αυτό, το οποίο διαφυλάχθηκε για μερικούς μόνο από τους ιδιοκτήτες.

    Επιτρέπεται δε, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδοτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3741/1929, με ειδική μεταξύ των συνιδιοκτητών του εδάφους συμφωνία, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών (άρθρο 5 και 13 § 1 του ν. 3741/1929), το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους (ΑΠ 92/2017, ΑΠ 892/ 2015, ΑΠ 1250/2011).

    Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται να προβαίνει σε απόλυτη χρήση των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, να ενεργεί επισκευές και ανανεώσεις αυτών, καθώς και μεταβολές και προσθήκες, με τον όρο ότι δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών και δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτών ή δεν δημιουργούνται κίνδυνοι για τη στατική της οικοδομής ή των διαμερισμάτων της, δεν παρεμποδίζεται η σύγχρηση εκ μέρους των λοιπών οροφοκτητών, δεν επέρχονται μεταβολές στην αισθητική του κτιρίου και δεν θίγεται η ασφάλειά του (ΑΠ 1501/2011).

    Από τον συνδυασμό των ανωτέρω ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι μπορεί να περιληφθεί στον κανονισμό συμφωνία, με την οποία ένας ή και περισσότεροι από τους συνιδιοκτήτες θα έχουν το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης σε κοινόκτητο και κοινόχρηστο τμήμα της οικοδομής, αλλά για τον προορισμό που το τμήμα αυτό από τη φύση του έχει και προκύπτει από τις λειτουργικές χρησιμότητες του οικοδομήματος που ορίζονται από τον κανονισμό, την τοποθεσία του ακινήτου και τις τακτικές συνήθειες της περιοχής.

    Η συμφωνία αυτή ενέχουσα περιορισμό της κυριότητας των λοιπών συνιδιοκτητών φέρει τον χαρακτήρα δουλείας υπέρ του συνιδιοκτήτη, που απέκτησε την ανωτέρω αποκλειστική χρήση και είναι έγκυρη (άρθρο 13 § 3 ν. 3741/1929). Δεν είναι όμως πραγματική δουλεία με την στενή έννοια του όρου των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, αλλά με την έννοια ότι δεσμεύει τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των συμβληθέντων και αντιτάσσεται κατά των τρίτων (ΑΠ 454/2017, ΑΠ 318/2013, ΑΠ 621/2013). Αν και πότε θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών ή υπάρχει μεταβολή του συνήθους προορισμού των κοινών μερών με τη χρήση τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες, κρίνεται, κατά περίπτωση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσεως της οροφοκτησίας.

    Κάθε συνιδιοκτήτης, εφόσον από τις ενέργειες άλλου συνιδιοκτήτη παραβλάπτεται στη χρήση των κοινών πραγμάτων και μειώνεται η ασφάλεια της οικοδομής, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ΑΠ 357/2006 και ΑΠ 1830/2005).

    Περαιτέρω, ο Κανονισμός πολυκατοικίας έχει απλή συμβατική ισχύ και δεν αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Η αθέτηση του κανονισμού πολυκατοικίας, που αποτελεί σύμβαση, δεν συνιστά από μόνη της αδικοπραξία, αλλά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης (ΑΠ 858/2013, ΑΠ 1103/2012).

    Εξάλλου, σε περίπτωση αθέτησης συμβατικής υποχρεώσεως, η οποία συνιστά άδικη πράξη, αλλά όχι αδικοπραξία κατ’ άρθρ. 914 ΑΚ, όπως σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων κανονισμού ή έτερης ειδικής συμφωνίας μεταξύ ιδιοκτητών σε οριζόντια ιδιοκτησία, οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελή εκπλήρωση), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 3741/1929 και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών.

    Μόνο οσάκις το ίδιο συμβάν συνιστά το “πραγματικό” τόσο της αθετήσεως της συμβατικής υποχρεώσεως, όσο και της αδικοπραξίας, τότε η υπαίτιος ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία αυτές παραβιάζονται μπορεί, πέραν από τις αξιώσεις που απορρέουν από τις σχετικές ως άνω διατάξεις, να επιστηρίζει και αξιώσεις από αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρον 932 ΑΚ (ΑΠ 891/2010).

    Προσβολή απολύτου δικαιώματος κατά τα ανωτέρω και συνεπώς και αδικοπραξία συνιστά μεταξύ άλλων και η προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας επί αυτοτελούς ιδιοκτησίας ως προς τον περιορισμό, ο οποίος εξομοιώνεται (χωρίς ωστόσο να αποτελεί) με περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα δουλείας, που έχει συσταθεί σε βάρος άλλων ιδιοκτησιών σε οικοδομή, η οποία έχει υπαχθεί στο σύστημα των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του ν. 3741/1929 (ΑΠ 231/2004, ΑΠ 74/2004, ΑΠ 440/2002).

.