Εθνικό Κτηματολόγιο. 1) Αγωγή διόρθωσης Ανακριβούς Πρώτης Εγγραφής στα Κτηματολογικά Βιβλία. 2) Η αγωγή σε περίπτωση που αναγράφεται ως δικαιούχος : ΑΓΝΩΣΤΟΣ . 3) Τι είναι ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) και ποιά η σημασία του.

Καταχώρηση 2020/02/11

   

 

    Η αγωγή σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία

     Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2 και 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον –επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κ.λπ. (ενάγων)– στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου(εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής (Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου).

    Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα –ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση)– ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής.

      Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 § 4 του ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία.

       Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο:

       Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (π.χ. σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (π.χ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κ.λπ.) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.).

     Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 ΤΝΠ-Νόμος).

      Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του.

       Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2015).

      Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ)

      Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 § 1 του ν. 2664/1998).

      Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου.

      Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο(άρθρου 11 § 3 του ν. 2664/1998).

      Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013, σ. 687).

      Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κ.λπ., τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (π.χ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα»(πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας(πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο).

      Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη.

      Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο-γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή.

      Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια ,πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το ν. 4164/2013 και την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση. (Εφετείο Αθηνών 2375/2016)

 

.